καθιέρωσα

καθιέρωσα
καθῑέρωσα , καθιερόω
dedicate
aor ind act 1st sg
καθιερόω
dedicate
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
καθιερόω
dedicate
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθιερώσας — καθιερώσᾱς , καθιερόω dedicate aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) καθιερώσᾱς , καθιερόω dedicate aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθιερώσασα — καθιερώσᾱσα , καθιερόω dedicate aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) καθιερώσᾱσα , καθιερόω dedicate aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθιερώσασαι — καθιερώσᾱσαι , καθιερόω dedicate aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) καθιερώσᾱσαι , καθιερόω dedicate aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθιερώνω — καθιέρωσα, καθιερώθηκα, καθιερωμένος 1. καθαγιάζω, αφιερώνω κάτι στο θεό: Ο τόπος αυτός καθιερώθηκε για λατρεία του θεού. 2. καθιστώ κάτι νόμιμο και παραδεκτό: Είναι πλέον καθιερωμένο να πηγαίνουμε δώρα στις γιορτές των φίλων και συγγενών μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθιερώνω — (AM καθιερῶ, όω, Α ιων. τ. κατιρῶ, όω) 1. αφιερώνω κάτι σε θεό, τό καθαγιάζω, τό καθορίζω ως ιερό («τῆ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα πεντακισχιλίους στατῆρας», Λυσ.) 2. καθιστώ ή καθορίζω κάτι ως ιερό, καθαγιάζω, καθοσιώνω 3. θεσπίζω… …   Dictionary of Greek

  • καθιερώνω — καθιερώνω, καθιέρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”